- ἰοθαλής
- ἰο-θᾱλής, ές,A blooming with violets,
στέφανοι Philox.2.42
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέφανοι Philox.2.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιοθαλής — ἰοθαλής, ές (Α) θαλερός ή ανθηρός από τα ία που περιέχει («στεφάνους ἰοθαλέας», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, ορει θαλής] … Dictionary of Greek
ἰοθαλέας — ἰοθαλής blooming with violets masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek